φοινικιστής

φοινικιστής
φοινικ-ιστής, οῦ, , (
A

φοῖνιξ B.11

) dyer of purple or red, Zonar.
II among the Persians, wearer of purple, opp. παραλουργής (q. v.), i.e. one of the highest rank, X.An.1.2.20; cf. Hsch.
III = Φοινικίζων 1, Sch.Ar.Pax883, EM235.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοινικιστής — φοινῑκιστής , φοινικιστής dyer of purple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικιστής — (I) ὁ, ΜΑ αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα αρχ. (στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οινικός …   Dictionary of Greek

  • φοινικιστήν — φοινῑκιστήν , φοινικιστής dyer of purple masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”